- οξ(ε)ιδιμετρία
- ηχημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας με την οποία γίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός, δηλ. η τιτλοδότηση, μιας ουσίας με οξειδοαναγωγική αντίδραση, αλλ. αναγωγιμετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oxydoreductimetrie < oxydo- (< οξ[ε]ίδιο) + reduction «αναγωγή» + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.